- στωϊά
- ἡ, Αβλ. στοά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
став — род. п. а ледостав , рудничный насос , ряд поленьев , рама пилы , ставец, род. п. вца миска (деревянная) , станок , укр. став, род. п. у пруд , блр. став запруда, плотина , цслав. ставъ состояние, сочленение , болг. става скирд; сустав , словен.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
θωή — θωή, αττ. τ. θωά και ιων. τ. θωϊή, ἡ (Α) ποινή, τιμωρία. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται στην ρίζα *dhē «τοποθετώ» ( θη ) τού. τί θη μι, τής οποίας εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα θω . Σχηματίζεται με την κατάλ. ιά, η οποία διασώζεται στον ιων. τ. θωιή (πρβλ … Dictionary of Greek
περίστωο — το / περίστῳον, ΝΑ, και περιστόϊον Α το περίστυλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + στῳον / στόϊον (< στωϊά / στοιά, άλλοι τ. τού στοά*), πρβλ. προ στῷον] … Dictionary of Greek
προστώο — και πρόστοο, το / προστῷον και πρόστοον ΝΑ αρχιτ. είδος προστεγάσματος, στηριζόμενου σε κίονες, που βρίσκεται πριν από την στοά τής πύλης ενός οικοδομήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ* + στῳον / στοον (< στωιά / στοά), πρβλ. περι στῷον] … Dictionary of Greek
στοΐδιον — και στωΐδιον ή στῴδιον, τὸ, Α [στοά / στωϊά] 1. υποκορ. μικρή στοά 2.είδος στέγης για την προφύλαξη τών πολιορκητών … Dictionary of Greek
στοά — Κτίριο ή χώρος μιας μεγαλύτερης οικοδομής, ανοιχτό προς το εξωτερικό και διαρρυθμισμένο στην εξωτερική του όψη, από μία ή περισσότερες κιονοστοιχίες. Πρόκειται συνήθως για χώρο ανοιχτό στο κοινό για συναντήσεις, συναθροίσεις ή και για την πώληση… … Dictionary of Greek
στωικός — ή, ό / στωικός, ή, όν, ΝΜΑ [στοά / στωϊά] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φιλοσοφική αντίληψη τού Ζήνωνος τού Κιτιέως, την οποία δίδαξε για πρώτη φορά ο ίδιος στην Ποικίλη Στοά τής Αθήνας 2. το αρσ. ως ουσ. α) οπαδός τού στωικισμού β) στον… … Dictionary of Greek
τετράστοο — το / τετράστοον, ΝΜΑ, και τετράστῳον Μ (στην αρχ. Ρώμη) πρόδομος οικιών με τέσσερεις στοές, το αίθριο μσν. αίθουσα με τετραπλή σειρά στύλων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού επιθ. τετράστοος. Για τον τ. τετράστῳον, πρβλ. πρόστῳον καθώς και τον … Dictionary of Greek
τρίστωον — τὸ, Μ οικοδόμημα με τρεις στοές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + στῳον (< στωϊά, άλλος τ. της λ. στοάς), πρβλ. περί στῳον] … Dictionary of Greek
stā- : stǝ- — stā : stǝ English meaning: to stand Deutsche Übersetzung: ‘stehen, stellen” Note: reduplicated si stü , extended stüi : stī̆ , stüu : stū̆ and st eu Material: A. O.Ind. tiṣṭhati, Av. hištaiti, ap. 3. sg. Impf. a ištata… … Proto-Indo-European etymological dictionary